«Βρισκόμουν βυθισμένος στον εαυτό μου… και πρόσεχα τη γλυκύτητα της ευχής. Ξαφνικά γέμισα από φως που σιγά σιγά αυξήθηκε, ώστε όλος ο τόπος έγινε φως. Αυτό βέβαια δεν ήταν όπως το φως της ημέρας που βλέπουμε. Τότε παρουσιάστηκαν τρία παιδάκια ηλικίας έξι ως οκτώ ετών, όμοια κατά πάντα στη μορφή και τα χαρακτηριστικά τους. Ήταν τόσο χαριτωμένα και τόσο ωραία, που η θέα τους αιχμαλώτιζε όλα τις αισθήσεις μου. Δεν ένιωθα τίποτα άλλο. Μόνο θαύμαζα. Ήταν σε μικρή απόσταση από μένα, μερικά μέτρα, και βάδιζαν προς το μέρος μου με τον ίδιο ρυθμό, με το ίδιο βήμα, με την ίδια κίνηση. Οι κινήσεις και τα χαρακτηριστικά τους ήταν σαν να ήταν ένα, αλλά ήταν τρία. Έψαλαν μελωδικότατα το «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε, αλληλούια», Όταν με πλησίασαν, νόμιζα ότι αν άπλωνα τα χέρια μου θα τα έφτανα. Πήγαν πάλι ρυθμικά προς τα πίσω, χωρίς να γυρίζουν την πλάτη και συνέχισαν τον ίδιο ύμνο. Στο «αλληλούια» με ευλογούσαν με τα χεράκια τους, καθώς κάνει ο ιερέας[1]… Εγώ δε έλεγον διαλογιζόμενος· που έμαθαν τόσον μικρά να ψάλλουν τόσον ωραία και ευλογούν; Χωρίς να έλθη στον νουν μου ότι εις το Άγιον Όρος δεν υπάρχουν τόσο μικρά και ωραία παιδάκια. Και ούτως πάλιν, ως ήλθον, έφυγαν να υπάγουν να ευλογήσουν άλλους. Και εγώ έκθαμβος, ημέρες παρήρχοντο να διαλυθή η χαρά, να εξαλειφθούν από την μνήμην μου. Αλλά μήτε εξαλείφονται ποτέ τα τοιαύτα»[2].
Δίχως δυσκολία αναγνωρίζει κάποιος, από ένα τόσο ευαίσθητο κείμενο, ότι η περί κάλλους διδασκαλία του ησυχαστή έχει ρίζες τριαδοκεντρικές και ως εκ τούτου χριστοκεντρικές. Πρόκειται δηλαδή για μια αισθητική με αναφορά, μια φιλόκαλη αισθητική, όπως αυτή συναντάται σε όλες τις φάσεις της Εκκλησίας του Χριστού, που ξεκινά από τη δημιουργία και πορεύεται δοξολογικά και συνάμα ασκητικά στα έσχατα. Η ωραιότητα του τριαδικού Θεού, στην περίπτωσή μας των τριών μικρών παιδιών, σε συνδυασμό με την ωραιότητα του δοξολογημένου Λόγου του Θεού Πατέρα, να ντυθεί κανείς τη γύμνια του, να ντυθεί δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό και μέσα από μια τέτοια σχέση να παραδοθεί «αυτεξουσίως», δηλαδή δια της λειτουργίας του μυστηρίου της «γνωμικής εκχωρήσεως», σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, στην αιχμαλωσία της θεωρίας, σε μια συνεχή έκπληξη, σε έναν ακραίο ερωτικό θαυμασμό που «καταλάμπεται από τη θεία Χάρη»[3].
ΧΡΥΣΤΟΣΤΟΜΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ. (2008). «“Θεόν εσθίομεν εν μυστηρίω”. Η αίσθηση του ασκητικού κάλλους κατά τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή», στο: Η γυναίκα του Λωτ και η σύγχρονη θεολογία. Αθήνα: Ίνδικτος, σσ. 202-203.
[1] Γέροντος ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής. Βίος – Διδασκαλία – Η «Δεκάφωνος Σάλπιξ», εκδ. Ιερά Μονή Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2001, σσ. 53-55.
[2] Γέροντος ΙΩΣΗΦ, Έκφρασις μοναχικής εμπειρίας, εκδ. Ιερά Μονή Φιλοθέου, Άγιον Όρος 2003, σ. 228.
[3] Γέροντος ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, σ. 209.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου