Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

H Παναγία τριετίζουσα

Τα Εισόδια της Θεοτόκου, Πρωτάτο· Καρυές Αγίου Όρους, (1290). Αριστουργηματική, μεγαλειώδης σύνθεση του Πανσέληνου. Παρά τις φθορές που έχει υποστεί, διατηρεί όλη τη ζωντάνια, το ρεαλισμό και τη συγκίνηση των Εισοδίων της Θεοτόκου. Το πρόσωπο του Ιωακείμ έχει τελείως καταστραφεί. Σοβαρές φθορές έχει υποστεί και η παράσταση του Γαβριήλ με την Παναγία.














«Ναός και εις την άκρην πύλη με τρία σκαλούνια, και ο προφήτης Ζαχαρίας ιστάμενος εις την πύλην μετά αρχιερατικής στολής, απλώνει έμπροσθεν τας χείρας, και η Παναγία τριετίζουσα έμπροσθεν αυτού αναβαίνει τα σκαλούνια, έχουσα την μεν μίαν χείρα προς αυτόν απλωμένην και με το άλλο (χέρι) βαστά λαμπάδα, και όπισθέν της ο Ιωακείμ και η Άννα, βλέποντες αλλήλους και δεικνύντες αυτήν, και πλησίον αυτών πλήθος λαμπαδηφόρων παρθένων, άνωθεν δε του ναού κουβούκλι ωραίον, εις το οποίον μέσα η Παναγία καθημένη λαμβάνει τον άρτον, τον οποίον φέρνει προς αυτήν o αρχάγγελος Γαβριήλ ευλογών αυτήν», Διονύσιος ο εκ Φουρνά των Αγράφων.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2020

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

Τόσο πολύτιμη η νεότητα... και στην αιωνιότητα...


Ο καιρός της μάνας μου όταν δεν υπήρχα
ο καιρός του επόμενου βλέμματος
ο άφαντος καιρός των φύλλων
της πλαϊνής πορτοκαλιάς
τι φρικτές ελευθερίες.
Θυμάμαι τις προάλλες καθόμουν
απέναντι στη θάλασσα
σ’ ένα βραχάκι.
Ένιωθα την τύχη.
Τίποτα δεν οδηγούσε τα φαινόμενα σε αρμονία.
Ούτε το μοβ εκείνο που περιστοίχιζε τον ορίζοντα
με τόσες ελκυστικές αποχρώσεις
καθώς ο ήλιος είχε κατσουφιάσει στη δύση
καθώς ο ήλιος ανίσχυρος
ακουμπούσε πάνω στά βουνά
και βύθιζε
λίγο-λίγο.
Ερευνούσα μέσα στον πόνο
αναλύοντας κάπως τις αισθήσεις.
Ο ήχος όμως του κύματος χωρίς πολλά
έσμιγε την πιο τρομερή αρχαιότητα
με την τελευταία στιγμή του
χαρίζοντας όλη την ευγένεια
της μεγάλης φτώχειας που είναι η φύση.
Ο ήχος του κύματος ολόιδιος όπως οι θόρυβοι
στις ευρύχωρες μυριστικές εκκλησίες
μεσ’ στην πλήρη σιγή
από κάποιο στασίδι που πέφτει
από κανένα βήχα έρημο στην άκρη.
Τι επιμένει στο χρόνο;
Η σοφία της βροχής – όχι.
Ούτε το τραγούδι της αντιλόπης
με τους όρκους του ήλιου στη ράχη της
όταν σπαράζεται ηδονικά
μέσα στου λιονταριού το ερωτικό στόμα.
Ίσως επιμένει η κατάσταση
όπου ο θάνατος γίνεται μοιρασιά
στα βραχυκυκλώματα των σπλάχνων.
Οι γητειές που μπαινοβγαίνουν στα σώματα.
Δεν ξέρω.
Με το δαυλί της σιωπής ανατινάχτηκα.
Γαλήνη. 

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ. (1995). «Πένθος πιο ψηλό κι απ’ την αγάπη», στο: Τα Ποιήματα (1961-1978), τ. Α΄. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 211-212.