Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

«Γιατί η ποίηση είναι το αιέν / του φωτός, το σπίτι του χρόνου»

«Λάμπουν τα πρόσωπα των φίλων στη μνήμη μου
όπως τη νύχτα ο χρυσός στων αγίων
τα φωτοστέφανα. Είναι όλοι εκείνοι
που δώσαν τα χέρια και σχημάτισαν
γύρω μου ζώνη, κατέναντι στην ερημιά
και στον άνεμο. Και θα ήθελα να τους έδινα
μια θέση στην ποίησή μου, πλάι – πλάι
στον Ταΰγετο, αριστερά και δεξιά του· κ’ εκεί
να συνυπάρχουνε αν και άγνωστοι μεταξύ τους,
σαν μια οικογένεια.
                                             (Τα επανωφόρια
και τα καπέλα τους κρεμασμένα
στην είσοδο, στους εξώστες κι αντίκρυ
στον ήλιο οι καρέκλες τους).

Γιατί η ποίηση είναι το αιέν
του φωτός, το σπίτι του χρόνου».

ΝΙΚΗΦΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ. (1986). «Το σπίτι του χρόνου», στην: Ευθύνη. 173:229.

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2021

«Οίκος και Ανοχή»

Α΄

- Ο λαίμαργος και πότης Ιησούς
τον είδαν στον αυλόγυρο σαν έμπαινε
κακόφημου οίκου.

-Κράταγε, σου λέω,
μιαν ακριβή λοσιόν και μάλαξε τα πόδια,
έτριψε τα μαλλιά και το λαιμό,
γοφούς και γόνατα και στήθος, όθε
αρμύριζε το δάκρυ, πόρνης.

- Να φανταστείς, καλέ μου, ο Γαλιλαίος
τη φίλησε ο τρελός τρελά στο στόμα,
της σκέπασε τα μάτια και απ’ τα χέρια του
πέσαν του κόσμου τα θαυμαστικά.

- Αμή κι αθέατος ο Θεός Πατήρ
ρωτούσε τί στο διάολο κάνει τούτος
π’ αδειάζει παντελώς τον εαυτό του
από του σώματος την εντροπή.

Εκείνος ούτε λέξη. Την απόκρυφη
λοφοσειρά ζητοκραυγών του οργώνει
μες σε χωράφι που έβγαινε ουρανός
και τα πολύτιμα ραντίζει μύρα στο κορμί
της πόρνης, γιατί ξέρει πως δε θα ’ναι
αυτή μαζί του ακόμα για πολύ.

Β΄

- Κάτι παράδοξο συμβαίνει εδώ:
Τριάντα χρόνους και οκτώ, σαν παραλυτική,
τον πρόσμενε η πόρνη. Κι η αμοιβή του
όσο ένας καμπινές, κοινώς αφοδευτήριο.

- Αλλά κι αυτός απέπτυσε κάθε του χαλινάρι⸱
ευθύνεται, θαρρώ, και το γυναικοσόι του:
Ταμάρ, η εταίρα του ναού.
Ραχάβ, «μαντάμ» του οίκου ανοχής.
Ρούθ, η πολύζηλη του χηρεμού λαγνεία.
Βηθσαβεέ, η μοιχαλίς⸱ ή μήπως
θα πρέπει να προσθέσουμε και τη Μαρία;

- Μάνα του νόθου γιού της και καρπού
της σύλληψης μ’ αγροίκο στρατιώτη.

Ο μπασταρδέλος της λοιπόν, πρώτος εμβάς
μετά την ταραχήν του ύδατος, διέρρηξε
αποσπερίς της χαραυγής το θάνατο
και ρήμαξε τους ουρανούς.
Βγάνει και το φουστάνι το λινό
της πόρνης και της φόρεσε χρυσόχαρτο
ή μάλλον ασημόχαρτο στεφάνι
από ατόφια λεν κι ανόθευτη του Διόνυσου
θεσπέσια κληματίδα.

Κάτω μιαν άνοιξη ένα ποταμάκι
εύφραινε τη Γεθσημανή της Βηθεσδά
με φίδια όλο κεντήματα και πούλιες.

Δεκέμβρης 2010.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ. (2011). «Οίκος και Ανοχή», στο: Παλίμψηστον. 27: 24-25.

Κυριακή 11 Ιουλίου 2021

Καλοκαίρι

Το καλοκαίρι αυτό
μπήκε σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,
που πρώτη του φορά σκηνοθετεί
τοπία κι εποχές
και δεν γνωρίζει
ποια θέση, ποιαν απόσταση,
ποιαν έμφαση κυρίως να δώσει
στα χρώματα και τα στοιχεία.
Και από άγνοια ευφάνταστη
τα ’χει όλα παρατάξει πρώτο πλάνο,
με επική αταξία,
με μιαν αφθονία ξαφνική, σαν
κάποιο περιπλανώμενο τοπίο
να ’ρθε γελώντας και ν’ αδειάστηκε ακατάπαυστα
μέσα σ’ άλλο τοπίο.

Φεγγάρια υπνοβατικά στο χείλος των ονείρων,
απ’ τη δική τους μυρωδιά άρρωστα σκίνα,
καλαμποκιές στητές και τεταμένες
ωσάν ανίδεες ή ηρωικές,
ελαιώνες προσευχόμενοι
σ’ όλο το μάκρος και το φέγγος της ματιάς
-θεέ μου, παρελθέτω από μας-
άσπρα πετούμενα ξωκλήσια
σούρουπα βραδυκίνητα ξοπίσω τους
σαν ιερείς που απαύδησαν να κρούουν εσπερινούς,
θάλασσα καλοπιαστική
γύρω στο πείσμα των βουνών το ασύμμετρο
κι όρθια μεσημέρια
που στέκουν προσοχή στον ήλιο.
Κι απάνω 
σύννεφα από ερωτευμένη ζέστη.

Το καλοκαίρι αυτό
δεν το περίμενε κανείς
ήρθε σαν κάποιος που τον είχαμε νεκρό.
Κι έφερε μιαν αμηχανία πάλι,
μια ξεχασμένη ένταση
και μιαν αϋπνία
για πράγματα που τα ’χαμε κι αυτά
νεκρά.
(Έκανε τόση ζέστη μες στα μάτια,
ήτανε κάτι εξατμισμένα καφενεία,
κάτι ξενίχτικα εύφλεκτα τραγούδια,
κάτι πιωμένα χέρια που χορεύανε
κι έλεγαν άλλ' αντ’ άλλων σ’ άλλα χέρια.
Ψηλά
ποιήτριες νύχτες έγραφαν.)

Το καλοκαίρι αυτό,
σαν ζωγραφιά μικρού παιδιού,
συμπληρωμένη από κάποιον
με πράγματα που τα ’χε για νεκρά,
ποίημα πάνω σε ποίημα σαν ν' ακούμπησε.

Τώρα
το καλοκαίρι αυτό
αίμα ξερό πάνω στις μέρες.
Το βρήκαμε νεκρό
μέσα σε κάποιον ένσφαιρο μονόλογο.


ΓΙΑΝΝΗΣ ΨΥΧΟΠΑΙΔΗΣ – ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ. (2007). Συνάντηση. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 53-55.

Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

Σε νυχτερινό ακροατή

Του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΛΗ

Ερτζιανέ φίλε!
Η νύχτα διάβηκε το κατώφλι
του μεσόβραδου.
Τα όνειρα
ξεχύθηκαν ακαλίγωτα
στην αλέα των προσδοκιών.
Ο δέκτης
συντονισμένος στο σταθμό
που προτιμάς.

Νυχτερινή ακρόαση!
Συνεύρεση, δίχως
…οπτική επαφή.

Ωστόσο, εσύ χτίζεις
πάνω στις πρόζες
πάνω στους στίχους
πάνω στις εφτά νότες
της μουσικής.

Δεν ξέρω τι περιμένεις!
Δεν ξέρω αν μπορώ
να προσθέσω κάποιο φως στο σκοτάδι.
Ένα χαμόγελο, λίγο βάλσαμο χαράς
στην ανασκόπιση της μέρας σου.

Δεν υπόσχομαι τίποτα.
Κρατώ όμως
μια κανίσκι συντροφιάς
γεμάτη νοσταλγικές ευαισθησίες,
νότες, ήχους, ρυθμούς.
Βωμό προσφοράς.

Η χλωμή φωταγωγία του αμπαζούρ,
προδιαθέτει για μπάρκα ασύνορα.
Ο νους ιππηλάτης του Πήγασου
ταξιδεύει ανερμάτιστα.
Οι προσανατολισμοί απεριόριστοι.
Σουσουμιάζουν με το δαχτυλίδι
του άπειρου στο σύμπαν.

Κι εγώ
απλός αχθοφόρος μηνυμάτων
δεν διεκδικώ τίποτα παραπάνω
εξόν, απ’ το να σου πω
πως… υπάρχω.
Όπως κι εσύ άλλωστε.

Τις νύχτες
οι ευαισθησίες ξεχειλίζουν.
Γεννούν πρόσγειες αναμονές
αλλά και ουτοπικές ενοράσεις.
Υπερκόσμιες.

Στομώνουν τα στιλέτα της απογοήτευσης.
Φρεσκάρουν τις ελπίδες
για το επερχόμενο ξημέρωμα.

Τα νοερά βυθίσματα
σε ερεθίσματα απόμακρα
ενίοτε εγκιβωτίζουν χαμόγελα
στη μοναξιά σου.

Τότε ανακαλύπτεις απρόσμενα
το μοβ κυκλάμινο στη σχισμάδα
του βράχου της ζωής.
Άγρια ομορφιά που γαληνεύει
είναι η στιγμή που ελπίζεις ξανά.

Η φωνή του βραδινού εκφωνητή
σε νανουρίζει 
σε χαλαρώνει.
Όμως το παράπονό σου είναι
πως δεν καταφέρνεις σχεδόν ποτέ
ν’ ακούσεις την “καληνύχτα” του.
Αποκοιμιέσαι σαν μωρό.

Πλανάρεις σε αιωρήσεις ανάλαφρες.
Θαλασσοπούλι λευκόγκριζο.
Σεργιανίζεις ασανδάλωτος
στις ρούγες του ύπνου
λαχταρισμένος εξερευνητής.

Σε καλότυχους δρόμους
να πορεύεσαι πάντα.
Ερτζιανέ φίλε μου.

Το “άστρο της μέρας”
ο “αυγίτης” σουλατσάρει
σε καθάριο στερέωμα.
Ατένισέ το αισιόδοξα.
Καλό ξημέρωμα.