Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Το παραπάνω ποίημα του Αντώνη Ζέρβα, δημοσιευμένο στο περιοδικό Εκηβόλος [τχ. 18 (Χειμώνας 1997), σ. 1498][1], είναι μια «βυζαντινή αναμόρφωση» του Χριστόφορου Μυτιληναίου στα σημερινά δεδομένα. Για το ποιός ήταν ο Αντώνης Ζέρβας, παραπέμπω στο άρθρο του Χρίστου Δάλκου, δημοσιευμένο στο Άρδην: Έφυγε από τη ζωή ο Αντώνης Ζέρβας
Για το ποιος ήταν ο Χριστόφορος ο Μυτιληναίος ολίγες πληροφορίες καθίστανται αναγκαίες για την προσφορά του στα βυζαντινά γράμματα. Περί του βίου του, οι σχετικές πληροφορίες είναι πενιχρές. Σύμφωνα με τον Karl Krumbacher, ο Χριστόφορος Μυτιληναίος έζησε το πρώτο μισό του 11ου αι[2]. Αν και στα ποιήματά του αποκαλείται Μυτιληναίος, δηλωτικό της οικογενειακής καταγωγής του, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές του βίου του, υπήρξαν τα διοικητικά αξιώματα που έλαβε: ανθύπατος (πολιτικός υπάλληλος θέματος, αξίωμα που εμφανίστηκε τον 9ο αι., αλλά γρήγορα κατέληξε να είναι απλός τιμητικός τίτλος), πατρίκιος (υψηλός τιμητικός τίτλος που δημιουργήθηκε από τον Κωνσταντίνο τον Μεγάλο), γραμματεύς του αυτοκράτορα (πρωτοασηκρήτης, δηλαδή προϊστάμενος της αυτοκρατορικής γραμματείας, αξίωμα που το συναντούμε από τον 8ο αι., και μετά), και κριτής της Παφλαγονίας (αξιωματούχος επαγγελματίας δικαστής που ανήκε στην κεντρική διοίκηση της δικαιοσύνης). Αυτή η εξέλιξή του στη διοικητική μηχανή του βυζαντινού κράτους, καταδεικνύει όχι μόνο πόσο σπουδαίος ποιητής υπήρξε, αλλά και πόσο δυνατή πολιτική υπόληψη είχε, γεγονός όχι σπάνιο, μιας και πολλές περιπτώσεις βυζαντινών λογίων παρουσιάζουν εμφανείς αναλογίες.
Το ποιητικό έργο του Χριστόφορου Μυτιληναίου έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Πρώτα απ’ όλα, γιατί η προσφορά του στο πεδίο του βυζαντινού ανθρωπισμού και της βυζαντινής λογοτεχνικής δημιουργίας εν γένει θεωρείται σημαντική. Δεύτερον, γιατί το ύφος του, είτε αυτό σχετίζεται με τα επιγράμματα, είτε με τα παραϋμνογραφικά κείμενά του[3], είναι λόγιο, πολλές φορές δε και πολύ κομψό, ανώτερο από το μέσο όρο[4]. Και τρίτον, γιατί ο Χριστόφορος Μυτιληναίος έδρασε σε μια περίοδο (11ος αι.), όπου η βυζαντινή γραμματεία, μετά την εποχή του «πρώτου βυζαντινού ουμανισμού», γνωρίσε νέα ακμή, προβάλλοντας μπροστά μας μια θαυμαστή αναγέννηση που φτάνει έως τα χρόνια των Παλαιολόγων (μέσα 15ου αι.).
Από τις έως σήμερα κριτικές εκδόσεις του έργου[5], φαίνεται ότι Χριστόφορος Μυτιληναίος συνέγραψε μια σειρά ποιημάτων κοσμικής, θρησκευτικής και παραϋμνογραφικής θεματολογίας, τα οποία δεν βρίσκονται σε ισόρροπη σχέση, όπως γίνεται στην περίπτωση ενός άλλου ποιητή του 11ου αι., του Ιωάννη Μαυρόποδα. Αυτό, βέβαια, δεν αναιρεί το γεγονός της ποιοτικής και ποσοτικής αξίας του έργου του. Πλείστα ποιήματά του, αφιερωμένα σε υψηλά πρόσωπα της βυζαντινής αυλής, όπως οι αυτοκράτορες Ρωμανός Γ΄, Μιχαήλ Δ΄ Παφλαγόνας, Μιχαήλ Ε΄ Καλαφάτης Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μιχαήλ Κηρουλάριος, δικαίως χαρακτηρίζονται για τον πνευματικό και ψυχικό πλούτο τους, αλλά και για την καλλιτεχνική δεξιοτεχνία τους[6]. Δεν λείπουν βέβαια και οι ποιητικές συνθέσεις που η θεματολογία τους είναι ποικίλη: σκωπτικά, σαρκαστικά ποιήματα, επιτύμβια και αινίγματα.
Κατά βάση, ωστόσο, ο Χριστόφορος Μυτιληναίος εμφορείται, όπως και προγενέστεροι και μεταγενέστεροι ποιητές, και από τη θρησκευτική ποίηση, όχι βέβαια κατά κανόνα υμνογραφικού περιεχομένου, όπως ιδιαίτερα τούτη αναπτύχθηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου. Χωρίς αμφιβολία, είναι γεγονός, ότι οι τελευταίοι αιώνες της Βυζαντίου (11ος - 15ος), στον τομέα της υμνογραφίας δεν έχουν να επιδείξουν τη ζέση και την ακμή των μεγάλων υμνογράφων προηγούμενων αιώνων, όπως του Ρωμανού Μελωδού, του Ανδρέα Κρήτης, του Κοσμά του Μελωδού, της Κασσιανή, του Ιωάννη Δαμασκηνού κ.α. Και αυτό γίνεται γιατί την υμνογραφία της εποχής κατά την οποία έζησε ο Χριστόφορος Μυτιληναίος χαρακτηρίζει η άνθηση του μουσικού στοιχείου, η οποία και λειτουργεί εις βάρος της ποιητικής σύνθεσης. Έτσι, εδώ παρουσιάζεται το φαινόμενο της ανάπτυξης ενός ιδιαίτερου είδους θρησκευτικής ποίησης που ονομάζεται παραϋμνογραφία, με αναμφισβήτητη ωστόσο λογοτεχνική και αισθητική αξία[7].
Σε αυτό το είδος ο Χριστόφορος Μυτιληναίος δείχνει να μην υστερεί σε ποιητική σύνθεση και παραγωγή. Θεωρείται εισηγητής έμμετρων ημερολογίων και του προσγράφονται μια σειρά από στιχηρά προσόμοια, 36 στον αριθμό, τα οποία καλύπτουν ολόκληρο το ενιαυτό. Στο ίδιο μοτίβο, επίσης, του προσγράφονται και μια σειρά από προσόμοιους κανόνες, 12 στον αριθμό, έναν για κάθε μήνα. Αξιοσημείωτο στην περίπτωση αυτή, είναι το γεγονός, ότι οι κανόνες αυτοί αποτέλεσαν το πρότυπο, πάνω στο οποίο, στηρίχθηκαν μεταγενέστεροι βυζαντινοί στιχουργοί, όπως οι μοναχοί Σέργιος, Μιχαήλ, Γρηγόριος, Θεοδόσιος, Αρσένιος και Σάββας[8].
[1] Ο Εκηβόλος ήταν περιοδικό λογοτεχνίας, θεωρίας της λογοτεχνίας και κριτικής των δεκαετιών ’80 και ’90 – δεν κυκλοφορεί πια.
[2] K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, μτφρ., Γεωργίου Σωτηριάδου, τ. Β΄, Εν Αθήναις 1900, σ. 675. Ο K. Krumbacher διαθέτοντας πραγματικές φιλολογικές γνώσεις, και καταπληκτική γνώση των βυζαντινών χειρογράφων, αποτελεί ακόμη και σήμερα, αξιόπιστη πηγή άντλησης υλικού, άμεσα σχετιζόμενου με τη λογοτεχνική παραγωγή των βυζαντινών. Η τρίτομη Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, υπήρξε και παραμένει κλασικό έργο.
[3] Ο όρος ανήκει στον Κ. Μητσάκη, «Βυζαντινή και νεοελληνική παραϋμνογραφία», Κληρονομία 4(1972)303-364.
[4] Μ. Ανάστου, «Η κοσμική ποίηση και η μη εκκλησιαστική θρησκευτική ποίηση», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 8ος, σσ. 239-240.
[5] L. Sternbach, «Christophorea» EOS 5(1898-1899)7-21. Του ιδίου, «Appendix Christophorea» EOS 6(1900)53-74. Του ιδίου, «Spicilegium Laurentianum», EOS 8(1902)65-86. E. Kurtz, Die Gedichte des Christophoros Mitylenaios, Λειψία 1903. Ε. Follieri, I calentari in metro innografico di Christoforo Mitylineo, ττ. 2, Βρυξέλλες 1980. Πρβλ., και τα όσα αναφέρει ο K. Krumbacher, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, τ. Β΄, σσ. 676-681. Γενικότερα για το βίο του βλ. τη μελέτη του Ευ. Γιαννάκα, «Χριστόφορος ο Μυτιληναίος», Λεσβιακά (1978)65-86.
[6] Κ. Άμαντου, «Βυζαντινά ποιήματα» Νέα Εστία 8(Χριστούγεννα 1930)1243-1245.
[7] Κ. Μητσάκη, «Βυζαντινή και νεοελληνική παραϋμνογραφία», Κληρονομία 4(1972)313-314.
[8] Αυτόθι, σσ. 322-326, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου