Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Το έσχατο του εαυτού μας αντίτυπο

ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΡΑΓΜΑ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΕΙ ΜΑΖΙ του πεθαίνοντας ο άνθρωπος είναι το μικρό εκείνο μέρος της περιουσίας του που ίσα ίσα δεν ενδιαφέρει κανέναν άλλο. Κάτι λίγες αισθήσεις ή στιγμές· δυό τρεις νότες κυμάτων, την ώρα που το μαλλί το παίρνει ο αέρας με τα γλυκά ψιθυρίσματα μες στο σκοτάδι, ολίγες μέντες από δυό κοντά κοντά βαλμένες ανάσες, ένα τραγούδι βαρύθυμο, σαν βράχος μαύρος, και το δάκρυ, το δάκρυ της μιας φοράς, το για πάντοτε. Όλα όσα, μ’ άλλα λόγια, κάνουν την αληθινή του φωτογραφία, την καταδικασμένη να χαθεί και να μην επαναληφθεί ποτέ.
Αποδίδω μεγάλη σημασία σ’ αυτό το έσχατο του εαυτού μας αντίτυπο. Που, εάν συμβαίνει να διακρίνουμε πίσω του αφρισμένη τη θάλασσα ή λευκό το σπιτάκι, να προσπερνάμε, τάχατες οι ανώτεροι εμείς, παρά να γονυπετούμε και να κάνουμε το σταυρό μας με δέος. Ένα εικόνισμα είναι κι αυτό το πελαγίσιο κομμάτι που το ξύλο του έχει μαυρίσει από τους καπνούς παλαιών αγώνων αλλά που τ’ αγιωτικό του αναδίδει ακόμη Αναξίμανδρο.
Μιλώ μ’ έναν φανατισμό που δεν είναι παρά σωφροσύνη στον κύβο. Να ‘σαι σκληρός απέναντι στο μέλλον σου μαρτυρεί πόσο τρυφερός είσαι ήδη απέναντι στα στοιχεία που κρυφά προσφέρεις για να το συνθέσουν. Αλλά ποιο μέλλον; Τίνος; Το απώτερο, το μετά κάθε ιδιώτη μέλλον, που αυτό είναι και το δημόσιο. Πάνω σε τέτοιου είδους λατρευτική στάση, φαντάζομαι θα ήταν δυνατόν να συμπέσουν οι κορυφαίοι της πολυθεΐας και οι άγιοι πάντες της χριστιανοσύνης. Με τον ίδιο τρόπο που σ’ ένα πέτρινο, σχεδόν διάφανο ειδώλιο που λευκάζει κι αναδύεται από τα κύματα συμπίπτουν οι λιγοστές γραμμές της Πάρου ή της Σικίνου και οι πτυχές του μανδύα μιας αγίας Μαρίνας, η μιας Διαμάντως που εναποθέτει λουλούδια στον επιτάφιο.
Περιμένω τον καλλιτέχνη -που όσο περνάν τα χρόνια τόσο λιγότερες πιθανότητες υπάρχουν ν’ αναφανεί-τον ικανό να στήσει, αποστραγγίζοντας όλο το απόθεμα του θυμητικού μας, το μνημείο στον «άγνωστο ιδιώτη». Όπως ως τώρα εστήσαμε σε κάθε γωνιά του τόπου μας κάποιο μνημείο στον «άγνωστο στρατιώτη».
Θα πρέπει να βγαίνει από την κυανή και λευκή Μεγάλη του Γένους Σχολή και ν’ αντανακλά όλο φώς πάνω στην πίσσα της Ευρώπης που θάβουμε σήμερα εν όψει μιας άλλης που μοιάζει να γεννιέται. Χωρίς διάκριση. Πάνω στους μέλανες δρυμούς, στα τέρατα της Chartres και του Duomo, τους Καρτέσιους και τους Καλβίνους, τους Καντ και τους Μαρξ, τον Πάπα —Θεός σχωρέσει τους.


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ. (1991). Τα δημόσια και τα ιδωτικά. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 36-39.

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

Φθινόπωρο

Ονειρεύομαι ένα άγαλμα να κλαίει μες στην ομίχλη, έναν φυλακι-
      σμένο να τραγουδά
μια γυναίκα να μην κλέβει τα χρόνια της, ένα παιδί που να μη ρωτά.
Το φθινόπωρο θα μαζέψω όλα τα φύλλα στην πόρτα μου να γείρει η
     χαμένη ζωή μου.


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ. (1990). «Φθινόπωρο», στο: Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου. Αθήνα: Κέδρος, σ. 95.

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2024

Του ταπεινού Ρωμανού Μελωδού

«Έλεγα κάποτε σ’ ένα γέροντα του Αγίου Όρους πόσο κοντά μου ένιωθα τον Ρωμανό: “Τον μεταφράζω, ξέρετε, γιατί πιστεύω πως… θα του άρεσε ο Καραγκιόζης”. Ο γέροντας χαμογέλασε και είπε: “Ορθόδοξη αίσθηση”».

Ρωμανού του Μελωδού. (1997). Τρεις Ύμνοι: Εις την Γέννησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Εις την Ανάστασιν του Κυρίου. Εις την Ανάληψιν του Κυρίου. Εισαγωγή – μετάφραση Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Αθήνα: Άγρα, σ. 17.


Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός· Τοιχογραφία στον ναό της Παναγιάς του Άρακος, Λαγουδερά Κύπρου (1192).

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Η ΠΟΙΗΣΗ... τρόπος ενάντια στη βία

Όταν άρχισα να μεγαλώνω με βασάνιζαν τα δέντρα / γιατί χαμογελάτε; πήγε ο νους σας στην άνοιξη που είναι / σκληρή για τα μικρά παιδιά; / μ’ άρεσαν πολύ τα πράσινα φύλλα / νομίζω πως έμαθα λίγα γράμματα γιατί το στουπόχαρτο / πάνω στο θρανίο μου ήταν κι εκείνο πράσινο / με βασάνιζαν οι ρίζες των δέντρων όταν μέσα στη ζεστα-/ σιά τού χειμώνα ερχόντανε να τυλιχτούν γύρω στο / κορμί μου / δεν έβλεπα άλλα όνειρα σαν ήμουν παιδί· / έτσι γνώρισα το κορμί μου.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (1998). «Παιδί», στο: Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 115.

Το καλοκαίρι στα δεκαέξι μου χρόνια τραγούδησε μια ξένη / φωνή μέσα στ’ αφτιά μου / ήταν θυμούμαι στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα στα κόκ- / κινα δίχτυα και μια βάρκα ξεχασμένη στην άμμο, / σκελετός / δοκίμασα να την πλησιάσω τη φωνή εκείνη βάζοντας την / ακοή μου πάνω στην άμμο / η φωνή χάθηκε / μα ένα πεφταστέρι / σα να ’βλεπα για πρώτη φορά ένα πεφταστέρι / και στα χείλια η αρμύρα του κυμάτου. / Τη νύχτα εκείνη δεν ήρθαν πια οι ρίζες των δέντρων. / Την άλλη μέρα ένα ταξίδι ανοίχτηκε μέσα στο νου μου / κι έκλεισε πάλι σα ζωγραφισμένο βιβλίο· / συλλογίστηκα να πηγαίνω κάθε βράδυ στ’ ακρογιάλι / να μάθω πρώτα τ’ ακρογιάλι κι έπειτα να πάρω το πέλαγο· / την τρίτη μέρα αγάπησα μια κοπέλα πάνω σε μια κορφή / είχε ένα άσπρο σπιτάκι σα ρημοκλήσι / μια γριά μάνα στο παραθύρι με σκυμμένα γυαλιά πάνω σε / βελόνες, πάντα σιωπηλή / μια γλάστρα βασιλικό μια γλάστρα γαρούφαλα / την έλεγαν νομίζω Βάσω Φρόσω ή Μπίλιω· / έτσι ξέχασα τη θάλασσα. / Μια Δευτέρα του Οχτώβρη / βρήκα μια σπασμένη στάμνα μπροστά στο άσπρο σπιτάκι / η Βάσω (για συντομία) φάνηκε μ’ ένα μαύρο φουστάνι / αχτένιστα μαλλιά και κόκκινα μάτια / όταν τη ρώτησα: «Πέθανε, ο γιατρός λέει πέθανε γιατί δε σφάξαμε το μαύρο / κόκορα στα θεμέλια… πού να βρεθεί μαύρος κόκορας / εδώ - πέρα… μονάχα άσπρα κοπάδια… και τα πουλιά / τα πουλούν μαδημένα στην αγορά». / Δε φανταζόμουνα έτσι τη θλίψη και το θάνατο / έφυγα και ξαναγύρισα στη θάλασσα. / Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του «Αϊ-Νικόλα» ονει- / ρεύτηκα μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (1998). «Έφηβος», στο: Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, σσ. 116-117.

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Μνημονεύουμε Γιώργο Σεφέρη (20 Σεπτεμβρίου 1971 - 20 Σεπτεμβρίου 2024)

Χείλια, φρουροί της αγάπης μου που ήταν να σβήσει
χέρια, δεσμά της νιότης μου που ήταν να φύγει
χρώμα προσώπου χαμένου κάπου στη φύση
δέντρα… πουλιά… κυνήγι…

Κορμί, μαύρο μες στο λιοπύρι σαν το σταφύλι
κορμί πλούσιο καράβι μου, πού ταξιδεύεις;
Είναι η ώρα που πνίγεται το δείλι
και κουράζομαι ψάχνοντας τα ερέβη…

(Η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει).


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ. (1998). «Ρίμα», στο: Ποιήματα. Αθήνα: Ίκαρος, σ. 23.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2024

Καλό Μήνα






ΑΓΓΕΛΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ. (1988). Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο. Εισαγωγή – Φιλολογική Επιμέλεια Ιωάννα Κωνσταντινουλάκη – Χάντζου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών / Ίδρυμα Κώστα και Ελένη Ουράνη, σσ. 251-254.

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Αύγουστος είναι;

Της ΝΟΝΗΣ ΣΤΑΜΑΤΕΛΟΥ



Πάλι αιχμάλωτη
Στης λίμνης το απειλητικό γκρίζο
Πάλι με λασπωμένα πόδια
Φτάνω στο σπίτι μας.
Αυτός ο Χειμώνας δε λέει να περάσει…
Αύγουστος είναι; Α!
Πάλι ξέχασα την ψυχή μου στη βροχή
Κι’ αυτή η ματιά σου
Τι να πρωτοσκεπάσει;
Και το μυαλό μου σε τόσους δρόμους
Τι να πρωτοθυμάται…
Ναι, Αύγουστος είναι!
Πρέπει να στήσεις ώρες τ’ αυτί σου
στο μεσημέρι
για ν’ ακούσεις εδώ τα τζιτζίκια.
Ακούγονται μακριά…

Μην ξεχάσεις τα ψάθινα καπέλα
Έχει πολύ ήλιο στα νησιά.
Ρίξε στ’ αμάξι
κι’ εκείνα τα τέσσερα μεγάλα φτερά…