«Οι μέρες δε μοιάζουν. Κάποτε αισθανόμαστε περισσότερο
θνητοί, κάποτε περισσότερο αθάνατοι, μέσα σε τούτη την πεπερασμένη ζωή μας.
Σήμερα δεν είμαι στα καλά μου· τη νύχτα δε μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Άναψα το φως και
πήρα την “Κυρία Έρση”. Διάβασα ως τις 6.30: βοήθεια, τίποτε. Μόνο δύο φράσεις
έχω συγκρατήσει. “Το πολύπλοκο αρδευτικό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος,
στους Αγγέλους απλουστεύεται εντελώς” (σελ. 27). Ποιους Αγγέλους; Των Αγγελικών
Ταγμάτων; Ή πρόκειται για ξυπνημένο όνειρο της Κυρίας Έρσης; Η απορία μου
τριγυρνούσε μετέωρη μέσα στο μυαλό μου καθώς πάλευα να νικήσω την αϋπνία
μετρώντας μαύρα αρνιά. Θα ήθελα τόσο πολύ να ήξερα, για τη βιολογία των
Αγγέλων, περισσότερα απ’ όσο μας πληροφορεί ο Κοσμάς ο Ινδικοπλεύστης…
Η άλλη φράση: “Κοντά της άλλαζα μορφή μοιάζοντας αρχαίος
σάτυρος με πόδια τράγου. Τέτοιος ήμουν κοντά στη Νύμφη, το όμορφο δέντρο. Ενώ της
κρατούσα το χέρι, ο ήλιος δεν την τρόμαζε να κρυφτεί κάτω απ’ τη φλούδα.
Στεκόταν γυμνή σαν αλάβαστρο φορτωμένο φρούτα ολόχρυσα” (σ. 21). Τούτα
παρουσιάζονται σαν το παραμιλητό ενός νεαρού αρχαιολόγου, του Παύλου. Όμως τα
πόδια του αρχαίου σάτυρου τα βλέπω περισσότερο στον ειδωλολάτρη και χριστιανό
ορθόδοξο συνάμα Ν. Γ. Π. Ο Ν. Γ. Π. είναι ο πρώτος χριστιανός, από όσους συνάντησα,
που ορίζει τόσην ευρυχωρία. Πιθανότατα, την τόσο πλατιά και πλούσια ιδιοσυγκρασία
του την ευκολύνει σε τούτο η ελληνική χριστιανοσύνη· χάρη σ’ αυτήν, μπορεί να
χωρέσει η ψυχή του όλα τα δικά μας, από τον Όμηρο (μολονότι τις πολύ συχνές
ομηρικές μνείες του τις βρίσκω κάποτε καθηγητικά φορτικές) ως τον τελευταίο
σύγχρονο καλόγερο του Αγίου Όρους. Και μπορεί να μιλά για το ανθρώπινο σώμα,
προστρέχοντας αδιάφορα είτε στον
Απόστολο των Εθνών (σ. 25) είτε στον Μεγάλο Πάνα. Όσο μπορώ να ιδώ, δεν τον
σταματά, κατά κανόνα, καμιά σκέψη στενόχωρα ιστορική, που φέρνει συνήθως το συναίσθημα
της φθοράς. Δεν πρέπει να έχει νόημα γι’ αυτόν το “απέσβετο και λάλον ύδωρ”.
Εδώ τα μαύρα αρνιά μου έφεραν τον ύπνο.
Ανάγκη να ξεσκάσω· πήγα στον κινηματογράφο της συνοικίας.
Στο πανί δύο ερωτεμένοι (ευτυχείς) περπατούν σε μια ομιχλωμένη ακτή της Βόρειας
Ευρώπης. Εμπρός τους προχωρεί ένας κουτσός με το σκυλί του. “μου θυμίζει τον
Τζιακομέτι (= με τον περιώνυμο γλύπτη)” λέει ο άντρας· “ξέρεις, αυτόν που είπε:
Αν μου έλεγαν σε μια πυρκαγιά να σώσω έναν Ρέμπραντ ή ένα γατί, θα έσωζα το
γατί.” “Ήθελε να δείξει την αγάπη του για τη ζωή” αποκρίνεται η γυναίκα· “όμορφο, πολύ όμορφο.” Όμως,
ρωτιέμαι: αν είχα σε μια καταστροφή να σώσω ένα ποίημα του Ομήρου ή μια ζωντανή
σουσουράδα, τι θα διάλεγα; Το όμορφο πουλάκι; Δεν υπάρχει λογική απάντηση, όπως
και το απόφθεγμα του Τζιακομέτι (που με τον τρόπο του έχει δίκιο) δεν είναι
λογικό. Δεν πρέπει τούτο να το ξεχνώ καθώς διαβάζω την “Κυρία Έρση”. Δεν πρέπει
να ξεχνώ τους κινδύνους της λογικής. Τον Ν. Γ. Π. τον δέχεται κανείς ολόκληρο, ή
δεν το δέχεται διόλου».
ΙΓΝΑΤΗΣ ΤΡΕΛΟΣ. (1987). Οι Ώρες της “Κυρίας Έρσης”: Ένα
ψευδώνυμο δοκίμιο του Γιώργου Σεφέρη και ένα ανέκδοτο γράμμα του Νίκου Καχτίτση
φροντισμένα και σχολιασμένα από τον Γ. Π. Ευτυχίδη. Αθήνα: Ερμής, σσ. 25-27.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου