«Στοχάζομαι
κάτι νερομάνες, που αναβρύζουν ολομόναχες στην ερημιά κατ’ από τον ουρανό. Τινάζουν
τη δροσιά τους μέσα από την πυρωμένη πέτρα και κανένας δεν είν΄ εκεί ν’ απλώσει τη φούχτα στο χόχλο, ν’ ανεστηθεί η
καρδιά του. Μήτε άνθρωπος, ούτε θεριό, ουδέ πουλί, μηδέ χορτάρι. Τα νερά τάχατες
τραγουδούν για τον εαυτό τους; Η χαρά τους βουίζει μάταια, δίχως να ξεδιψάσει
ψυχή;
»Ας μην
αμαρτάνουμε. Τίποτα δεν πάει στα χαμένα, αφού είναι ο Θεός γυροπερίγυρα και
ανασαίνει γαληνά την ειρήνη του. Αυτός τα χαίρεται, πίνει τα νερά κι
ανεγαλλιάζει από τη δροσιά η φλογερή καρδιά Του. Είναι απλωμένη η χαρούμενη
Παρουσία Του ως την πιο απόμερην ερημιά, εκεί που τρίζει ο άμμος μες στη μοναξιά
και δε βρίσκει μια χαραμίδα για τη ρίζα της η πιο ταπεινή κάπαρη. Αυτός χαμογελά
προς την έρημη πέτρα, που την ψήνει ο ήλιος και μυρίζει θειάφι, την καίγει και
θρει μες στο καταμεσήμερο, αφράτη σαν το παξιμάδι».
Στράτης
Μυριβήλης. (1999). Ο Βασίλης ο Αρβανίτης. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σσ.
11-12· [Δέκατη Έβδομη Έκδοση].
Από την
εικονογράφηση του βιβλίου από τον Πάνο Βαλσμάκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου