Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Κάλλος το Άγιον

«Το κάλλος, συνεπώς και η ομορφιά, την οποία απώλεσε ο άνθρωπος με την πτώση του και η οποία θα σώσει, κατά Μίσκιν τον κόσμο, δεν είναι οποιαδήποτε νοησιαρχική ή ιδεολογική ωραιότητα, αλλά η σαρκωμένη ωραιότητα, ο “ωραίος κάλλει παρά πάντας βροτούς”. Η πορεία της Ορθοδοξίας, λοιπόν, μέσα στους αιώνες, χαρακτηρίζεται από την αγωνιώδη κραυγή για την απώλεια αυτής της ωραιότητας, που κάνει κάθε άλλη ωραιότητα να αληθεύει. Η πτώση δεν υπήρξε εν τέλει απώλεια μιας καταστάσεως, αλλά απώλεια της σχέσης, απώλεια του προσώπου. Με τη σειρά της, η απώλεια της σχέση, εισήγαγε στον άνθρωπο μια άλλη γυμνότητα, εξάπαντος όχι “ανεπαίσχυντον”, όπως η πρώτη, αλλά γεμάτη” αισχύνη”[1]. Το κτίσμα έχασε το ένδυμά του και αυτό έρχεται να του προσφέρει ο σαρκωμένο Λόγος. Το ένδυμα του γυμνού ανθρώπου είναι ο ίδιος π Χριστός. Όταν ο πιστός ενδύεται κατά τη βάπτισή του, δεν ενδύεται ενδύματα “φυσικά”, που είναι “ίδια των αλόγων” ούτε βεβαίως ενδύματα, που προέρχονται από την “τέχνη” και γίνονται αιτία, “ασχολίας” και “μέριμνας”, αλλά τον ίδιο τον Χριστό[2]. Ενδύεται το κάλλος το άγιον, το οποίο κατήργησε, στην ίδια του τη σάρκα, τα αποξέσματα της πτώσης στην ανθρώπινης φύσης, τη φθορά και το θάνατο, και τη φανέρωσε ελεύθερη από κάθε δεσμό αμαρτίας».




[1] Μεγάλου Βασιλείου, Ότι ουκ έστιν αίτιος των κακών ο Θεός, PG. 31, 34D.
[2] Αυτόθι, 31, 349A.


















ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Α. ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ. (2004). «Φιλοκαλική αισθητική της Ορθοδοξίας. Το “συναμφότερον” της πατερικής διδασκαλίας», στο: Κάλλος το Άγιον. Προλεγόμενα στην Φιλόκαλη Αισθητική της Ορθοδοξίας. Αθήνα: Ακρίτας, σ. 173.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Συνομιλώντας με τους σπαρασόμενους και συντριβόμενους Εφίμοβ και Βάσσα

Για μερικούς αναγνώστες ο Ντοστογιέβσκη θάναι πάντοτε ένα ταλέντο σκληρό και τίποτ’ άλλο από σκληρό.
Και πραγματικά ο Ντοστογιέβσκη τοποθετεί τους ήρωές του σε θέσεις χωρίς διέξοδο και χαίρεται να τους υποβάλλει σε όλων των ειδών τις δοκιμασίες. Ανάμεσα από αβύσσους ηθικής κατάπτωσης και ανάμεσα από όλα τα βασανιστήρια του πνεύματος, τους οδηγεί στο έγκλημα, στην αυτοκτονία, στην αποβλάκωση, στον γεμάτο παραλήρημα πυρετό και στην τρέλλα. Θάλεγε κανείς πως ο Ντοστογιέβσκη βασανίζει κάποτε τα αγαπημένα θύματα “χωρίς άλλο σκοπό παρά μόνο για να χαρεί τα βάσανά τους.” Ναι είναι πραγματικά ένας δήμιος, ένας ηδονιστής του πόνου, ο Μέγας Ιεροεξεταστής των ψυχών, ένα “σκληρό ταλέντο”.
Κι όλα αυτά είναι φυσικά, είναι δυνατά; Υπάρχουν πραγματικά μέσα στη ζωή; Που τάχουμε δει; Κι αν πραγματικά υπάρχουν, τι μας ενδιαφέρουν εμάς, τους ανθρώπου της ορθοφροσύνης, αυτές οι σπάνιες εξαιρετικές περιπτώσεις, αυτές οι ηθικές και πνευματικές τερατομορφίες, αυτές οι δυσμορφίες, που μοιάζουν με οπτασίες ενός μανιακού;
Η μεγάλη μορφή που αποδίνουν συνήθως στον Ντοστογιέβσκη, είναι πως είναι τεχνητός, αλλόκοτος, πως του λείπει το φυσικό, εκείνο που ονομάζεται “υγιής ρεαλισμός”.
“Με θεωρούν ψυχολόγο λέει για τον εαυτό του αυτό δεν είναι αλήθεια, είμαι ρεαλιστής με την πιο υψηλή σημασία, δηλαδή παρουσιάζω όλα τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής”.
Ο επιστήμονας είναι κι αυτός κάποτε, ρεαλιστής με πιο υψηλή σημασία, ρεαλιστής μιας αλήθειας άγνωστης και ανύπαρχτης ακόμα.

Ζ. Μερεσκόβσκη
























Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Η Πεντηκοστή



Η Πεντηκοστή, ΙΕ΄ αιώνας. Σχολή Μόσχας.

Η εικόνα δείχνει μια ανοικτή σύνθεση και τοποθετεί το γεγονός σε μια πλατειά, ψηλή σκηνή, “υπερώον” του οποίου ο απεριόριστος εκκλησιαστικός χώρος εξουσιάζει τον κόσμο. Ανοικτό είναι από επάνω, είναι σαν να ελκύεται προς τον ουρανό, προς την πατρική Πηγή, απ’ όπου αναχωρούν οι πύρινες γλώσσες, οι τριαδικές ενέργειες συγκεντρωμένες στο Άγιο Πνεύμα. Ανοίγει επίσης προς τα κάτω, σε μια μαύρη αψίδα, όπου βασανίζεται ένας φυλακισμένος ντυμένος σαν βασιλιάς· συχνά η αψίδα είναι κλεισμένη με ένα κιγκλίδωμα φυλακής που υπογραμμίζει μια κατάσταση αιχμαλωσίας. Η επιγραφή γύρω από το κεφάλι του φυλακισμένου εξηγεί ότι είναι ο Κόσμος προσωποποιημένος με ένα γέρο κορεσμένο από μεταπτωτικές ημέρες το αιχμαλωτισμένο σύμπαν του Πρίγκηπα αυτού του κόσμου. Το σκοτάδι που τον περιβάλλει εικονίζει “τα σκότη και την σκιάν θανάτου”  (Λουκ. 1, 79), είναι ο καθολικευμένος άδης απ’ όπου ο μη βαπτισμένος κόσμος αποχωρεί και στο μέρος του το πιο φωτεινό, επιθυμεί επίσης το αποστολικό φως του Ευαγγελίου. Τείνει τα χέρια του για να πάρει αυτός επίσης τη χάρη και τα δώδεκα ειλητάρια που κρατεί με σεβασμό επάνω σε μια οθόνη συμβολίζουν το κήρυγμα των δώδεκα αποστόλων, αποστολική ιεραποστολή της Εκκλησίας και παγκόσμια υπόσχεση της σωτηρίας. Η αντίθεση των δύο αυτών κόσμων που συνυπάρχουν είναι από τους πιο συγκινητικούς· επάνω είναι πια η “καινή γη”, άποψη του ιδεώδους Κόσμου, πυρπολημένου από το θείο πυρ και το οποίο επιθυμεί ο γέρος βασιλιάς. Οι ενέργειες του Αγίου Πνεύματος δραστηριοποιούνται για την απελευθέρωση και τη μεταμόρφωση του φυλακισμένου κόσμου κάτω. Εδώ το μήνυμα της εορτής παίρνει όλη την πλατειά απήχησή του. Στη θέση όλων των ανθρώπων ο Χριστός ανέκραξε: “Ινατί με εγκατέλειπες;” Αυτή η κραυγή εδόνησε τα θεμέλια του άδη και κάνει να σκιρτήσουν τα σπλάχνα του Πατρός. Αλλά ο Πατήρ, που αποστέλλει τον Υιό του γνωρίζει επίσης ότι ο άδης είναι η κυριότης του και ότι η θύρα του θανάτου μεταβάλλεται στο εξής σε θύρα ζωής. Ο γέρος βασιλιάς δείχνει με τα απλωμένα χέρια του ότι η καταχθόνια απελπισία αυτή η ίδια είναι προσβεβλημένη από μια ελπίδα που αυτή προπεριέχει. Ο άνθρωπος δεν πρέπει ποτέ να πέσει στην απελπισία, δεν μπορεί να πέσει παρά εν Θεώ και ο Θεός δεν απελπίζεται ποτέ από αυτή. Το απλωμένο χέρι προς το Χριστό δεν μένει ποτέ άδειο.

ΠΑΥΛΟΣ ΕΥΔΟΚΙΜΩΦ. (1980). Η Τέχνη της Εικόνας. Θεολογία της Ωραιότητας, μτφρ. Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης. Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, σσ.  253-254.  

Σάββατο 6 Ιουνίου 2020

Νυμφαίες του Νείλου

Του ΒΑΣΙΛΗ ΣΤΑΥΡΑΚΕΛΛΗ

Λευκό “πασατζέρικο”
αρμενίζει ανάπλωρα
σε πορεία τραβέρσου.
Μαύρο καπνό ξερνά
 η τσιμινιέρα του.
Πορεύονταν δυτικά του Δέλτα.
Στην Αλεξάνδρεια.

Οι μπλε νυμφαίες των νερών
ξυπνούν κάθε πρωί
αντάμα με την Ηώ.
Τα βράδια κοιμούνται
στο υδάτινο γιατάκι τους
με σφαλιστά πέταλα.

Φλερτάρουν πρόσκαιρα
με το δίδυμο αδερφό του ύπνου.
Το θάνατο!
Προσωρινά,
όσο κρατά μια νύχτα.

Η ζωή γεννιέται
με την απαρασάλευτη
βεβαιότητα του θανάτου.

Σε σαρκίο φθαρτό φιλεύονται
 οι ψυχές των θνητών.
Οι αποβάθρες της Αχερουσίας
ξαγρυπνούν ολοχρονίς.
Στερνό λιμάνι, καταληκτικό.

Τα λευκά νούφαρα
στον “ποταμό θεό” του Ησιόδου,
κοιμούνται τη μέρα.
Ερμητικά κλειστά τα πέταλα τους.
Επιχειρούν πάντως
κι αποδράσεις ηθικής επιβίωσης.
Δεν αντέχουν τις ασχήμιες.

Τις νύχτες όμως,
πλάθουν όνειρα
στο φέγγος τ’ ουρανού.
Στο σεληνόφως.
Στο ασημόφωτο των αστεριών.
Ελπίζουν ακόμα!

Όσο η πνοή
του όποιου Δημιουργού τα συντροφεύει,
πάντα θ’ αποζητούν σε ουράνια μέθεξη
ν’ αγγίξουν την αλήθεια.
Το ανερμήνευτο της ύπαρξης
από πάντα σαγήνευε
Δυο επιλογές προσφέρουν
οι Νυμφαίες το Νείλου.
Φως και σκοτάδι.
Δεν επιβάλλουν, προτείνουν.

Το πέρασμα όμως
στο “επέκεινα” τρομάζει.
Τι μας περιμένει μεταθανάτια;
Ηλύσια πεδία, κολαστήρια ή τίποτα;
Ανεξιχνίαστο διαχρονικά
το άγνωστο